επικαταρώμαι

επικαταρώμαι
(α) (αόρ. επικατηράσθην) μετ. проклинать.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επικαταρώμαι" в других словарях:

  • επικαταρώμαι — ἐπικαταρῶμαι, άομαι (Α) [καταρώμαι] 1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες 2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον τού ενόχου που τό πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • επικατάρατος — η, ο (AM ἐπικατάρατος, ον) [επικαταρώμαι] 1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος 2. αυτός που αξίζει να τόν καταριέται κανείς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»