- επικαταρώμαι
- (α) (αόρ. επικατηράσθην) μετ. проклинать.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικαταρώμαι — ἐπικαταρῶμαι, άομαι (Α) [καταρώμαι] 1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες 2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον τού ενόχου που τό πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ) … Dictionary of Greek
επικατάρατος — η, ο (AM ἐπικατάρατος, ον) [επικαταρώμαι] 1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος 2. αυτός που αξίζει να τόν καταριέται κανείς … Dictionary of Greek